Διαπαιδαγώγηση των παιδιών σε μικρές ηλικίες

Απαντά η Έλενα Τερζίογλου
Κλινική Ψυχολόγος

Θα ήθελα να ρωτήσω κάτι σχετικά με τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών σε μικρές ηλικίες καθώς και αν υπάρχουν λέξεις-φράσεις-καταστάσεις που θα στιγματίσουν τη ψυχολογία ενός 2χρονου αγοριού.

1) θα ήθελα να ρωτήσω αν είναι η όχι σωστό να χρησιμοποιώ τη λέξη “κακό” για να εξηγήσω στον 2 ετών γιο μου ότι αυτό που κάνει δεν είναι επιτρεπτό.

Μου λένε πως δεν πρέπει να χρησιμοποιώ τέτοιες λέξεις γιατί όταν θα με ρωτήσει το παιδί μαμά τι είναι κακό δεν θα μπορώ να εξηγήσω και θα στοιχειώσει το μυαλουδάκι του παιδιού η λέξη κακό… Δε συμφωνώ. Αν με ρωτήσει τι είναι κακό, θα του απαντήσω πως κακό είναι κάτι που δεν επιτρέπεται, κάτι μη αποδεκτό. Κάνω λάθος;

2) θα ήθελα να αναφέρω επίσης μια συμπεριφορά του 26 μηνών γιου μου… όταν τον μαλώσουμε για κάτι που έκανε, εκνευρίζεται όπως είναι αναμενόμενο αλλά τελευταία χτυπάει το κεφάλι του, κοπανάει τις πόρτες, πετάει αντικείμενα, φωνάζει… μένω άναυδη με τη συμπεριφορά αυτή.

Οφείλω να ομολογήσω πως κάποιες φορές όταν το παρακάνει,αν και είμαι κατά της βίας θα βγω εκτός ελέγχου και θα το χτυπήσω,θα του δώσω μια-δυο στα οπίσθια. Λάθος, το ξέρω, αλλά με φέρνει πολλές φορές καθημερινά στα όρια μου.

Τι μπορούμε να κάνουμε για να αντιμετωπίζουμε τέτοια ξεσπάσματα;

Ευχαριστώ εκ των προτέρων για το χρόνο σας.
Σπυριδούλα Μ., Πρέβεζα

Αγαπητή Σπυριδούλα,

Τα ερωτήματα σας απασχολούν πάρα πολλούς γονείς και είναι αλληλένδετα. Μετά τον ενάμιση χρόνο το παιδί αρχίζει σιγά σιγά να καταλαβαίνει ότι μέσα στην οικογένεια –και κατ’ επέκταση στην κοινωνία- υπάρχουν κάποιοι κανόνες σχετικά με τον τρόπο που φέρεται. (Σε μια πρώτη φάση αυτό γίνεται με τον έλεγχο των σφιγκτήρων, δηλαδή πρέπει να μάθει ότι δεν γίνεται να ουρεί και να αφοδεύει όπου θέλει). Αυτό για το παιδί δεν γίνεται εύκολα κατανοητό, ιδιαίτερα στην αρχή, γιατί συνιστά δυσαρέσκεια και μεγάλη ματαίωση.

Παράλληλα η κινητική του ανάπτυξη έχει προχωρήσει και το παιδί είναι πια αυτόνομο να κινείται χωρίς να χρειάζεται την μαμά για να το μεταφέρει. Αυτό το γεγονός του δημιουργεί μια μεγάλη αίσθηση ανεξαρτησίας, περηφάνιας και δυνατότητας να επιβάλλει τις επιθυμίες του. Εξάλλου, σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία βρισκόμαστε στο πρωκτικό στάδιο ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης όπου το παιδί έχει ξεκαθαρίσει την αίσθηση του εαυτού του και κύριο χαρακτηριστικό αυτής της φάσης είναι ο έλεγχος του περιβάλλοντος.

Ένας τρόπος για να ελέγξει το παιδί το περιβάλλον είναι να εναντιωθεί σε αυτό. Είναι λοιπόν η φάση που αρχίζει να λέει «όχι» και να πηγαίνει κόντρα στις επιθυμίες των γονιών του.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που πρέπει να αναφερθεί είναι ότι το παιδί σε αυτή την ηλικία έχει μεν κατακτήσει την αίσθηση μιας ξεχωριστής ύπαρξης από τη μαμά του, εντούτοις δεν διαθέτει ακόμη ένα ώριμο ψυχικό όργανο που να αντέχει τις ματαιώσεις. Κατά συνέπεια δεν ξέρει τι να κάνει με τα συναισθήματα που το κατακλύζουν και έτσι αυτά βγαίνουν πολλές φορές ανεξέλεγκτα και με έντονη μορφή. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που ονομάζουμε «εκρήξεις οργής».

Σε αυτά τα ξεσπάσματα τα παιδιά ουρλιάζουν, κλωτσάνε, χτυπούν, μπορεί να δαγκώνουν τους άλλους, κρατούν την αναπνοή τους, πέφτουν στο πάτωμα και δεν επιδέχονται κανέναν έλεγχο. Στο αποκορύφωμα αυτής της έκρηξης το παιδί μοιάζει να μην μπορεί να ακούσει καμία εντολή και φαίνεται σχεδόν απρόσιτο σε κάθε εξωτερική επιρροή.

Οι μελέτες δείχνουν ότι αυτές οι εκρήξεις οργής γίνονται πιο συχνές όταν το παιδί διανύει τον δεύτερο χρόνο ζωής του και σταδιακά αραιώνουν ώσπου σχεδόν εξαφανίζονται μέχρι την ηλικία των έξι, επτά ετών.

Οι εκρήξεις μπορεί να συμβούν όταν ο γονέας λέει στο παιδί να κάνει κάτι ακόμη κι αν αυτό αποτελεί μέρος της καθημερινής ρουτίνας, όπως π.χ να ξεντυθεί, να πλύνει τα δόντια του, όταν το παιδί δεν μπορεί να περιμένει να ικανοποιηθεί μια επιθυμία του ή όταν δεν μπορεί να τα καταφέρει σε κάτι που προσπαθεί να κάνει.

Σίγουρα αυτές οι εκρήξεις θέτουν σε δοκιμασία τους γονείς που ουκ ολίγες φορές πρέπει να υπερβάλουν εαυτόν ώστε να χειριστούν μια τέτοια κατάσταση καθώς συχνά νοιώθουν ανήμποροι μπροστά σε αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια τους. Δεν είναι τυχαίο που οι όροι ταξινόμησης γι’ αυτό το φαινόμενο έχουν κατά πολύ αλλάξει κατά την διάρκεια των ετών. Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές αντανακλούν μια μείωση της ηθικής κρίσης (π.χ. δύσκολο παιδί) και μια αύξηση στην καλοήθεια αυτών των συμπεριφορών που έτσι κι αλλιώς είναι αναμενόμενες σε αυτή την ηλικία.

Σαφώς, όπως ισχύει πάντοτε, τα παιδιά μπορεί να παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ως προς την ένταση αυτών των ξεσπασμάτων. Οι παράγοντες που εμπλέκονται στην εμφάνιση των ξεσπασμάτων οργής περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την ιδιοσυγκρασία του παιδιού, τις ικανότητα του να διαχειρίζεται απειλές, κινδύνους, την ένταση και την ματαίωση, οικογενειακούς, κοινωνικούς και πολιτισμικούς τρόπους έκφρασης και εκφόρτισης του συναισθήματος (Koch, 2003).

Πως μπορούν τελικά οι γονείς να αντιμετωπίσουν αυτά τα φαινόμενα; Συνήθως στο μυαλό μας η λέξη «τιμωρία» είναι συνυφασμένη με την «πειθαρχία» ενώ πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα. Η τιμωρία είναι η συνέπεια με την μορφή κάποιας στέρησης για κάποιο παράπτωμα που έγινε. Η πειθαρχία είναι το σύνολο των μέτρων που παίρνονται για να μην επαναληφθεί το παράπτωμα. Η πειθαρχία όπως και το να θέτουμε όρια είναι απαραίτητα για το μεγάλωμα των παιδιών, ενώ η τιμωρία όχι –αν και αναπόφευκτα κάποια
τιμωρία θα υπάρχει σε κάποια στιγμή.

Ένα βασικό στοιχείο είναι τα όρια που τίθενται να είναι ευέλικτα και να προσαρμόζονται ανάλογα με το στάδιο εξέλιξης στο οποίο βρίσκεται το παιδί, όχι μόνο χρονολογικά αλλά και ψυχοσυναισθηματικά και πνευματικά ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της πραγματικότητας που του προσφέρουμε. Διαφορετικά, αν περιμένουμε από το παιδί να υπακούει και να εφαρμόζει κανόνες πριν φτάσει στο στάδιο της ωριμότητας που μπορεί να έχει αυτοέλεγχο τότε απογοητεύεται, του στερούμε την αίσθηση ότι έχει πετύχει κάτι και υπάρχει πιθανότητα να γίνει δύσπιστο και να αισθάνεται ότι δεν έχει εμπιστοσύνη στους ανθρώπους.

Βέβαια όταν ένα παιδί είναι εκτός ορίων δεν έχει νόημα να προσπαθήσει κανείς να συζητήσει μαζί του οτιδήποτε εκείνη τη στιγμή. Το βασικό είναι ο γονιός να το προστατέψει από το να χτυπήσει μην επιτρέποντας ταυτόχρονα να τον χτυπά το παιδί. Κάτι πολύ σημαντικό είναι ο γονιός να προσπαθήσει να βάλει λόγια σε αυτό που νομίζει ότι νοιώθει το παιδί –π.χ. είσαι πολύ θυμωμένος/η. 

Με αυτό τον τρόπο, πρώτον θα βρεθεί ένα νόημα για αυτή την ένταση και, δεύτερον το παιδί θα πάρει το μήνυμα ότι τα συναισθήματα του δεν είναι τόσο φοβερά «αφού η μαμά τα αντέχει», ώστε να μην τρομάζει από αυτά. Η λεκτικοποίηση των συναισθημάτων του παιδιού δεν είναι κάτι που γίνεται σαν ο γονιός να είναι παρατηρητής των όσων συμβαίνουν, αλλά θα πρέπει να μπει και λίγο στα «παπούτσια» του παιδιού.

Επίσης, αυτό που σίγουρα πρέπει να αποφεύγεται είναι η σύνδεση του «κακού» -αλλά και του «καλού»- με τα συναισθήματα: για παράδειγμα είναι λάθος το «δεν σ’ αγαπάει η μαμά γιατί έκανες κάτι κακό». Όμως σαφώς και θα πρέπει να λέγεται στο παιδί τι επιτρέπεται και τι όχι με σαφήνεια, τι είναι καλό και τι κακό. Το μήνυμα δηλαδή πρέπει να είναι ότι η μαμά σ’ αγαπάει, αλλά έκανες κάτι που δεν είναι αποδεκτό. 

Αυτές είναι και οι πρώτες μορφές κοινωνικοποίησης του παιδιού. Όταν μεγαλώνουμε δεν μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε. Ακόμη, είναι σημαντικός τόσο ο τρόπος όσο και η χρονική στιγμή που θα ξεκινήσει η εκπαίδευση του: ούτε πολύ νωρίς ενώ δεν είναι ακόμη ώριμο σωματοψυχικά ούτε όμως και πολύ αργά οπότε θα έχει μάθει σε κάτι που του είναι ευχάριστο.

Εξίσου σημαντική είναι η συνεχής παρουσία της μητέρας σε αυτή την φάση που το παιδί προσπαθεί να διαχειριστεί την επιθετικότητα του –ώστε να βλέπει το παιδί ότι η μαμά συνεχίζει να ζει και δεν έχει πάθει τίποτα από αυτήν.

Σαφώς ο κάθε γονιός βάζει όρια με τον δικό του τρόπο με βάση φυσικά και αυτά που έχει βιώσει ο ίδιος στην δική του οικογένεια –όλοι μας προερχόμαστε από κάπου.

Σε γενικές γραμμές αυτό που χρειάζεται είναι μια ισορροπία –που πολλές φορές είναι δύσκολο να βρεθεί- ανάμεσα στην δική μας υποχώρηση και την επιβολή της επιθυμίας μας, ώστε το παιδί να μην αντιμετωπίζεται ούτε υπερβολικά αυστηρά αλλά ούτε και να παίρνει τελείως τον έλεγχο. Ακόμη, στα βασικά θέματα που αφορούν στο παιδί θα πρέπει και οι δύο γονείς -όταν υπάρχουν- να συμφωνούν ώστε το παιδί να μην μπερδεύεται.


Βιβλιογραφία:

Koch, E. (2003). Reflections on a study of temper tantrums in older children. Psychoanalytic Psychology, 20, 456-471.

Τις ερωτήσεις σας προς την επιστημονική μας ομάδα
μπορείτε να τις στέλνετε ΕΔΩ
Φιλικά,
η ομάδα του Μητρικού θηλασμού

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *