Μετάφραση/Σχολιασμός: Στέλιος Παπαβέντσης Παιδίατρος, MRCPCH, DCH Πιστοποιημένος σύμβουλος γαλουχίας IBCLC
www.pediatros-thes.gr
Η αποστροφή φαγητού και οι δυσκολίες σίτισης είναι πολύ συνηθισμένες κατά την προσχολική ηλικία και συχνά συνδέονται με διατροφικά προβλήματα και ελλείμματα. Ωστόσο, δεν υπάρχουν ακόμα πολλές επιστημονικές πληροφορίες σχετικά τους παράγοντες που καθορίζουν τέτοιες δυσκολίες από την βρεφική ηλικία, ηλικία πολύ κρίσιμη και πρωταρχική κατά την οποία δημιουργούνται μοτίβα αποδοχής τροφίμων.
Πολλές φορές στην χώρα μας επαγγελματίες υγείας συστήνουν στις μητέρες να αποθηλάσουν για να «φάει το παιδί καλύτερα». Άλλοτε
προτρέπουν στη μητέρα να ξεκινήσει το παιδί κρεμούλες στους 4 ή στους 5 μήνες της ζωής του, «ώστε να συνηθίσει καλύτερα τις τροφές και να μην μείνει στάσιμο με δυσκολίες σίτισης αργότερα». Είναι αυτά επιστημονικά τεκμηριωμένα;
Αμερικανοί ερευνητές εξέτασαν την σχέση που μπορεί να έχει ο τύπος της βρεφικής διατροφής με διατροφικές συμπεριφορές νεοφοβίας και αποστροφής φαγητού αργότερα. Νεοφοβία σημαίνει ότι το παιδί δεν δέχεται εύκολα να δοκιμάσει καινούργιες γεύσεις και τρόφιμα, ενώ αποστροφή φαγητού έχουμε όταν το νήπιο δέχεται να καταναλώσει μόνο συγκεκριμένα τρόφιμα της αρεσκείας του, συνήθως περιορισμένου εύρους.
Μελετήθηκαν οι απαντήσεις 129 μητέρων παιδιών προσχολικής ηλικίας σε ένα ειδικό ερωτηματολόγιο.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι τα παιδιά που ξεκίνησαν να τρώνε στερεές τροφές και κρεμούλες πριν να συμπληρώσουν τους έξι μήνες ζωής είχαν 2 ½ φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν διατροφική νεοφοβία και να καταναλώνουν περιορισμένο εύρος τροφίμων, σε σύγκριση με παιδιά που ξεκίνησαν στερεές τροφές μετά την συμπλήρωση έξι μηνών ζωής.
Επιπλέον, τα παιδιά που είχαν θηλάσει αποκλειστικά για 6 μήνες είχαν 78% μικρότερη πιθανότητα να εμφανίσουν προτίμηση σε ειδικούς τρόπους παρασκευής φαγητού, 81% μικρότερη πιθανότητα να έχουν αποστροφή φαγητού και 75% μικρότερη πιθανότητα να έχουν τροφική νεοφοβία.
Το συμπέρασμα των ερευνητών; Ο μητρικός θηλασμός και η εισαγωγή στερεών τροφών μετά την συμπλήρωση έξι μηνών ζωής μειώνουν τις πιθανότητες για διατροφικές δυσκολίες κατά την πρώτη παιδική ηλικία.
Το συμπέρασμα αυτό έρχεται να δώσει επιπλέον επιστημονική στήριξη στην θέση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για αποκλειστικό θηλασμό όχι λιγότερο των 6 μηνών. Η μελέτη αυτή επιβεβαιώνει επίσης ότι αν ένα νήπιο εμφανίζει διατροφικές δυσκολίες, πρέπει να ανατρέξουμε στα λάθη του κρίσιμου πρώτου χρόνου ζωής.
Τα παραπάνω ευρήματα επιβεβαιώνουν τις προσωπικές μου παρατηρήσεις κατά την παρακολούθηση εκατοντάδων μικρών παιδιών που θήλασαν για καιρό, όπως και αντίστοιχων άλλων παιδιών που δεν θήλασαν.
Η σωστή έναρξη στερεών τροφών (γύρω στους έξι μήνες, με τρόφιμα του τραπεζιού υψηλής διατροφικής αξίας και μεγάλης περιεκτικότητας σε μέταλλα και ιχνοστοιχεία) με παράλληλη συνέχιση του μητρικού θηλασμού τείνει να οδηγεί σε μικρά παιδιά που ωριμάζουν διατροφικά πληρέστερα και γρηγορότερα, που απολαμβάνουν ποικιλία στην διατροφή τους, είναι δεκτικά σε καινούργιες γεύσεις, μαθαίνουν να μασούν σχηματισμένη τροφή έγκαιρα, δεν προσκολλώνται σε «βρεφικές» γλυκές έξεις, αλεσμένα και σε υπερκατανάλωση αγελαδινού γάλακτος.
Τρεις είναι οι παράμετροι της παιδικής διατροφής που πρέπει να μας απασχολούν: ποιότητα-ποικιλία, δεξιότητες-σύσταση, ποσότητα.
Τα παιδιά που θηλάζουν τείνουν να αναπτύσσονται πληρέστερα ως προς την ποικιλία και την σύσταση των τροφών. Το σύνηθες άγχος έχει να κάνει με την τρίτη παράμετρο, την ποσότητα: Τα παιδιά που θηλάζουν τείνουν να τρώνε λίγο και συχνά, όπως ακριβώς θηλάζουν και αυτό είναι το φυσιολογικό. Δεν υπάρχει όμως μια μητέρα με παιδί που θηλάζει 9 ή 15 μήνες που να μην έχει αγχωθεί για τις «μικρές» ποσότητες φαγητού που τρώει το παιδί της.
Τι τείνει να συμβαίνει στην πραγματικότητα; Το παιδί που θηλάζει έχει χαμηλότερο μεταβολισμό, πληρέστερη ωρίμανση του εντέρου, βοήθεια από το μητρικό γάλα με ένζυμα και αυξητικούς παράγοντες, με αποτέλεσμα να χρειάζεται λιγότερες ποσότητες τροφής , σε σύγκριση με το παιδί που δεν θήλασε.
Επιπρόσθετα, το παιδί που θηλάζει τείνει να προχωράει γρηγορότερα σε σχηματισμένες, συμπαγείς τροφές οι οποίες περιέχουν λιγότερο νερό και άρα είναι μικρότερης ποσότητας. Τέλος τα παιδιά που θηλάζουν τείνουν να μην στηρίζουν την διατροφή τους κυρίαρχα σε υψηλής θερμιδικής πυκνότητας αλλά φτωχής διατροφικής αξίας τροφές, επεξεργασμένες συνήθως.
Τέλος υπάρχει η κραταιά πεποίθηση σε γονείς και γιαγιάδες ότι απαιτούνται υπέρογκες ποσότητες φαγητού για ένα βρέφος και ένα νήπιο, μια υπερεκτίμηση των πραγματικών αναγκών των μικρών παιδιών που σχετίζεται σημαντικά με την απίστευτη επιδημία παιδικής παχυσαρκίας.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι τα περισσότερα από τα παιδιά που θηλάζουν μακροχρόνια έχουν μια άκρως φυσιολογική διατροφή από μικρά και συχνά πλούσιας αξίας γεύματα, η οποία όμως αγχώνει τις μητέρες τους, γιατί έχουν λανθασμένες προσδοκίες συγκρίνοντας με τις ποσότητες φαγητού που καταναλώνουν τα μωρά που πίνουν ξένο γάλα.
Το άγχος αυτό βέβαια συχνά επιτείνεται από επαγγελματίες υγείας που συμβουλεύουν αυτές τις μητέρες και αγχώνονται και αυτοί γιατί δεν γνωρίζουν τα παραπάνω.
Από την προσωπική μου εμπειρία είναι αξιοπρόσεκτη η τάση που έχουν πολλά παιδιά που θηλάζουν μακροχρόνια να εκπλήσσουν με τις διατροφικές τους προτιμήσεις όπως: να μην αρέσκονται στις πολύ γλυκές γεύσεις, να τους αρέσει πολύ το ξινό και το λεμόνι, να τρώνε με πολλή όρεξη και συχνά ψάρι, να προτιμούν τα φρούτα και τις σαλάτες από τους πολλούς υδατάνθρακες και τις πρωτεΐνες.
Οι παρατηρήσεις αυτές πιστεύω ότι θα επιβεβαιωθούν σύντομα σε μελλοντικές σχετικές έρευνες.
Πηγή: Shim JE et al. Associations of Infant Feeding Practices and Picky Eating Behaviors of Preschool Children. J Am Diet Assoc. 2011 Sep;111(9):1363-1368.
Στέλιος Παπαβέντσης, Παιδίατρος, M.R.C.P.C.H., D.C.H., IBCLC
Τέως Επιστημονικός συνεργάτης του mitrikosthilasmos.com