Οι παράγοντες που μειώνουν ή αυξάνουν τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου μιας γυναίκας

Οι παράγοντες που μειώνουν ή αυξάνουν τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου μιας γυναίκας

 Όσες γυναίκες θήλασαν, έχουν μειωμένο κίνδυνο, σε σχέση με όσες δεν θήλασαν

Τους παράγοντες που μπορεί να μειώνουν τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου μιας γυναίκας και να αυξάνουν το προσδόκιμο ζωής της αναζήτησε  μια νέα ευρωπαϊκή επιστημονική έρευνα με ελληνική συμμετοχή.


Οι ερευνητές χαρτογράφησαν τους παράγοντες που μπορούν να μειώσουν ή να αυξήσουν τον κίνδυνο και κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η εμφάνιση της περιόδου με καθυστέρηση, η γέννηση παιδιών, ο θηλασμός, καθώς και η λήψη αντισυλληπτικών χαπιών, μειώνουν τον κίνδυνο και αυξάνουν το προσδόκιμο ζωής των γυναικών.

Πιο συγκεκριμένα, η ανάλυση έδειξε ότι οι γυναίκες που γέννησαν είτε πολύ νωρίς (έως τα 20 τους) ή σχετικά αργά (μετά τα 31 τους), αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο πρόωρου θανάτου, σε σχέση με όσες γέννησαν μεταξύ 20-30 ετών.

Επίσης, όσες θήλασαν τα μωρά τους, έχουν μειωμένο κίνδυνο, σε σχέση με όσες δεν θήλασαν.

Ακόμη, οι γυναίκες που είχαν την πρώτη περίοδό τους σε ηλικία 15 ετών και μετά, έχουν μικρότερο κίνδυνο έναντι όσων εμφάνισαν εμμηνόρροια πριν τα 12 τους.

Εξάλλου, όσες έπαιρναν αντισυλληπτικά χάπια (και δεν κάπνιζαν), είχαν μειωμένο κίνδυνο.

Ο κίνδυνος θανάτου από καρκίνο είναι μικρότερος στις γυναίκες που έχουν γεννήσει σε σχέση με όσες δεν έχουν κάνει παιδί.

Επιπλέον, όσες έχουν γεννήσει δύο ή περισσότερες φορές, κινδυνεύουν λιγότερο σε σχέση με όσες έχουν γεννήσει μόνο μια φορά.

Όσον αφορά τους θανάτους από καρδιαγγειακά αίτια, βρέθηκε ότι μειωμένος είναι ο κίνδυνος για όσες έχουν γεννήσει, έχουν θηλάσει και εμφάνισαν περίοδο με καθυστέρηση.

Οι ερευνητές εκτιμούν ότι ορμονικοί είναι πιθανώς οι μηχανισμοί που εξηγούν τη συσχέτιση των αναπαραγωγικών παραγόντων με τον κίνδυνο θανάτου.

Όπως είπαν, χρειάζονται πάντως περαιτέρω μελέτες για να επιβεβαιώσουν τα ευρήματα και να φωτίσουν τα αίτιά τους.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη Μελίσα Μέριτ του Imperial College του Λονδίνου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό “BMC Μedicine”, ανέλυσαν στοιχεία για σχεδόν 323.000 γυναίκες από δέκα χώρες.

Κάθε γυναίκα παρακολουθήθηκε για περίπου 13 χρόνια και σε αυτό το διάστημα υπήρξαν συνολικά σχεδόν 14.400 θάνατοι, από τους οποίους οι 5.938 από καρκίνο και οι 2.404 από καρδιαγγειακά αίτια.

Η έρευνα είχε και ελληνικό «χρώμα» χάρη στη συμμετοχή της Αντωνίας Τριχοπούλου και της Παγώνας Λάγιου από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το Γραφείο Επιδημιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *