ΕΡΩΤΗΣΗ
Γεια σας,
Έχω δύο κόρες, η μία σχεδόν 3 χρόνων και ή άλλη σε λίγο ενός.
Γενικά η καθημερινότητα μας είναι καλή αλλά αυτές οι επιθέσεις της μεγάλης προς τη μικρή έχουν γίνει συνεχόμενες. Δεν μπορώ να τις αφήσω μόνες τους η μεγάλη θα την σπρώξει, θα την πατήσει, θα της πάρει ότι κρατάει στο χέρι…Η ερώτηση μου είναι πώς να το αντιμετωπίσω. Ο άντρας μου την έχει βάλει τιμωρία κάποιες φορές αλλά βλέπω ότι μάλλον αυτό την πεισμώνει περισσότερο και όταν γυρίσει την σπρώχνει πιο δυνατά. Είναι μικρή για τιμωρίες; Να το αγνοώ; Να την σπρώξω κι εγώ; Μα πως θα καταλάβει επιτέλους ότι αυτό που κάνει είναι κακό;
Σας ευχαριστώ πολύ εκ των προτέρων
με εκτίμηση,
Νατάσα M., Bούλα
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
«Μέχρι εκείνο τον χρόνο θεωρούσες τον εαυτό σου ως τον μόνο και παντοτινό κάτοχο της μητέρας σου• ύστερα ήρθε ένα άλλο μωρό και έτσι αυτή η πραγματικότητα διαψεύστηκε σε μεγάλο βαθμό. Η μητέρα σου άρχισε να σε αφήνει για κάποια ώρα και ακόμη κι όταν ξαναερχόταν δεν ήταν ποτέ ξανά αποκλειστικά αφοσιωμένη σε σένα. Τα συναισθήματα σου απέναντι της έγιναν αμφιθυμικά, και ο πατέρας άρχισε να αποκτά μια νέα σημασία για σένα»
(Freud, 1937, σελ. 261).
Με αυτά τα λόγια ο Freud αναφέρθηκε στην επίδραση που έχει η γέννηση ενός αδελφού στην σχέση μητέρας-παιδιού.
Η ηλικία του παιδιού είναι βασική παράμετρος για να κατανοήσουμε την πιθανή επίδραση που έχει η γέννηση ενός αδελφού. Για παράδειγμα, αν ένα μωρό γεννηθεί όταν το αδελφάκι είναι ενός έτους περίπου η επίδραση θα είναι αρκετά διαφορετική από την γέννηση ενός αδελφού όταν το μεγαλύτερο παιδάκι θα είναι γύρω στα 2 έτη και διαφορετική στα 3 έτη.
Οι δυσκολίες που προκύπτουν στη νηπιακή ηλικία σχετικά με θέματα συμπεριφοράς πολύ συχνά προβληματίζουν τους γονείς, ιδιαίτερα όταν λαμβάνουν διαστάσεις που η μητέρα δυσκολεύεται να διαχειριστεί.
Οι εκδηλώσεις αυτές -που σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία εμπίπτουν στο δεύτερο «μισό» του πρωκτικού σταδίου της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης- έχουν να κάνουν από τη μια πλευρά με ξεσπάσματα οργής, ακαταστασία, κινητική ανησυχία και επιθετικότητα και από την άλλη με προσκόλληση στον γονέα, γκρίνια, δυσκολία με τον αποχωρισμό και θλίψη.
Παρόλο που τα φαινόμενα αυτά μπορεί να είναι έντονα, για παράδειγμα να υπάρχουν καθημερινοί καβγάδες μέσα στο σπίτι, συνήθως πρόκειται για μια μεταβατική φάση. Ιδιαίτερα στην περίπτωση που πρόκειται για αδέλφια του ίδιου φύλου θα πρέπει να σημειωθεί ότι μπορεί ο αδελφός/η αδελφή να γίνεται «αποδέκτης» συναισθημάτων που απευθύνονται και προς τον γονέα μια και έπεται το στάδιο όπου λαμβάνει χώρα το οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Για παράδειγμα στην περίπτωση δύο κοριτσιών, τα επιθετικά συναισθήματα μπορεί να απευθύνονται και προς την μητέρα.
Επίσης, δεν θα πρέπει να αφήσουμε εκτός και το θέμα της ζήλιας μεταξύ των αδελφών και θέματα που έχουν να κάνουν με την κατοχή και την υπεράσπιση της «ιδιοκτησίας» (μπορείτε να ανατρέξετε σε προηγούμενο κείμενο).
Και βέβαια, όπως με όλα τα θέματα που αφορούν στον ψυχισμό τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο σύνθετα καθώς θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του πως ήταν η ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού μέχρι εκείνη την περίοδο και ποιες οι σχέσεις του με τους γονείς μέχρι την έλευση του νέου μέλους της οικογένειας.
Γενικώς, οι σχέσεις μεταξύ αδελφών δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο πολλών μελετών στην ψυχαναλυτική βιβλιογραφιά εν αντιθέσει με τις σχέσεις γονιού παιδιού (Agger, 1988). Οι μελέτες που υπάρχουν επικεντρώνονται κυρίως στην αντιπαλότητα μεταξύ των αδελφών και λιγότερο στις θετικές πλευρές τους.
Για παράδειγμα οι κοντινές σχέσεις με τα αδέλφια μπορούν μεταξύ άλλων να αυξήσουν την αυτοεκτίμηση παρέχοντας στήριξη. Μπορεί επίσης σε μερικές περιπτώσεις να δράσουν ως προστατευτικός παράγοντας όταν π.χ. η μητέρα αδυνατεί να παρέχει μια σταθερότητα.
Επίσης, το ότι ένα παιδί μεγαλώνει μαζί με τα αδέλφια του, του επιτρέπει να πάρει ευκολότερα απόσταση από τους γονείς του, καθώς και να χτίσει έναν νέο τύπο σχέσης με τους αδελφούς ή τις αδελφές του (Sharpe & Rosenblatt, 1994).
Σε σχέση με τις τιμωρίες, είναι γεγονός ότι μέχρι το κάθε παιδί να εδραιώσει έναν προσωπικό τρόπο ζωής και να ξεφύγει από τον γονεϊκό έλεγχο, η απαγόρευση συνιστά αναπόφευκτα αναπόσπαστο μέρος της διαπαιδαγώγησης.
Άλλωστε το «όχι» είναι εκείνο που εισάγει το παιδί σταδιακά στην πραγματικότητα. Οι μορφές που μπορεί να λάβει μια τιμωρία μπορεί να ποικίλουν από την μια οικογένεια στην άλλη και σε ένα ευρύτερο πλαίσιο από τη μια κουλτούρα στην άλλη.
Εν τούτοις, στον αντίποδα του «όχι» βρίσκεται το «ναι». Αυτό σημαίνει ότι η ανάπτυξη του παιδιού μπορεί να έχει να κάνει περισσότερο με αυτά που η μητέρα επιτρέπει παρά με εκείνα που απαγορεύει. Άλλωστε η ανάπτυξη της αίσθησης του σωστού και του λάθους στο παιδί έρχονται φυσικά, αρκεί να υπάρχει –ιδιαίτερα αρχικά- ένα περιβάλλον προβλέψιμο που φροντίζει τις ανάγκες του παιδιού με ένα σταθερό τρόπο.
Για παράδειγμα, σε ένα μωρό που βγάζει δόντια η μητέρα δεν του επιτρέπει να την δαγκώσει δείχνοντας ότι πονάει, όμως του δίνει ένα σκληρό παιχνίδι που αντέχει στο δάγκωμα δείχνοντας στο μωρό ότι κατανοεί ότι το δάγκωμα του προκαλεί ανακούφιση σε αυτή την φάση.
Τέλος, κάτι πολύ βασικό είναι πως όταν υπάρχουν αντιδράσεις οποιουδήποτε τύπου είναι σημαντικό αυτές να συζητώνται έτσι ώστε, αφενός το παιδί να πάρει το μήνυμα ότι έγινε αντιληπτό –οπότε και μπορεί να μετριάσει ή και να σταματήσει την εν λόγω συμπεριφορά- και αφετέρου να διερευνηθεί τι μπορεί να θέλει να πει το παιδί με την συμπεριφορά του.
Τερζίογλου Έλενα
Κλινική ψυχολόγος
Βιβλιογραφία:
– Freud, S. (1937). Constructions in Analysis. In: The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, Vol. 23, 255-270.
– Sharpe, S. A. and Rosenblatt, A. D. (1994). Oedipal Sibling Triangles. Journal of the American Psychoanalytic Association, 42, 491-523.
– Agger, E. M. (1988). Psychoanalytic Perspectives on Sibling Relationships. Psychoanalytic Inquiry, 8, 3-30.
Τις ερωτήσεις σας προς την επιστημονική μας ομάδα
μπορείτε να τις στέλνετε ΕΔΩ
Έλενα Τερζίογλου, Κλινική Ψυχολόγος
Τέως Επιστημονικός συνεργάτης του mitrikosthilasmos.com