Τα τοιχώματα της βασικής αρτηρίας του σώματος, της αορτής, εμφανίζουν ήδη σκλήρυνση στα νεογέννητα μωρά από μητέρες υπέρβαρες ή παχύσαρκες, σύμφωνα με μια νέα αυστραλιανή επιστημονική έρευνα, που πάντως έγινε σε μικρό δείγμα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Μάικλ Σκίλτον της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό για παιδικές ασθένειες “Archives of Disease in Childhood”, μελέτησαν τις περιπτώσεις 35 εγκύων γυναικών με μέση ηλικία 35 ετών, οι οποίες ήσαν υπέρβαρες (δείκτης σωματικής μάζας πάνω από 25) ή παχύσαρκες (δείκτης πάνω από 30). Τα μωρά που γεννήθηκαν, είχαν βάρος από 1.850 έως 4.310 κιλά.
Μέσα στην πρώτη εβδομάδα μετά τη γέννηση κάθε μωρού, οι επιστήμονες μέτρησαν στα νεογέννητα το πάχος των δύο εσωτερικών τοιχωμάτων της κοιλιακής αορτής, της αρτηρίας εκείνης που φθάνει μέχρι την κοιλιά. Η ανάλυση έδειξε ότι το πάχος αυτό κυμαινόταν από 0,65 έως 0,97 χιλιοστά και σχετιζόταν με το βάρος της εγκύου κατά τη στιγμή της γέννας. Όσο πιο μεγάλο ήταν το βάρος της, τόσο μεγαλύτερο ήταν το πάχος της αορτής και αυτό άσχετα με το βάρος του μωρού (το πολύ μεγάλο βάρος αποτελεί γνωστό παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου στην μετέπειτα ζωή).
Η διαφορά στο πάχος της βασικής αρτηρίας ανάμεσα στα νεογέννητα μωρά των μητέρων με φυσιολογικό πάχος και εκείνων που ήσαν υπέρβαρες ή παχύσαρκες, ήταν 0,06 χιλιοστά κατά μέσο όρο. Η αύξηση του πάχους και η απώλεια της ελαστικότητας (σκλήρυνση) των αρτηριών συνιστά ένδειξη αθηρωματικής βλάβης, που εν καιρώ αυξάνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο για έμφραγμα, εγκεφαλικό κλπ.
Σχετικά άρθρα:
Συντακτική ομάδα mitrikosthilasmos.com