Βρουξισμός (τρίξιμο δοντιών)

Απαντά η Έλενα Τερζίογλου 
Κλινική Ψυχολόγος

Αγαπητέ Γιατρέ,
Ο γιος μου που είναι τώρα 3,5 ετών είναι ένα υγιές και χαρούμενο παιδάκι. Το τελευταίο εξάμηνο ζούμε στο εξωτερικό και παρόλο που η μετάβαση στέφθηκε, μπορώ να πω, με επιτυχία, θεωρώ ότι μας δημιούργησε στρες οικογενειακά.

Ο γιος μου εδώ στο Βέλγιο πηγαίνει σε γαλλόφωνο σχολείο, έχει αρχίσει να επικοινωνεί γλωσσικά και στα γαλλικά (είναι δίγλωσσος στα ιταλικά και στα ελληνικά) και γενικά έχει φίλους και είναι αποδεκτός στο σχολικό περιβάλλον. Επιπλέον εγώ δεν εργάστηκα από όταν ήρθαμε για να μπορέσω να είμαι δίπλα του αυτή την μεταβατική περίοδο.

Στο προκείμενο, εδώ και μερικές νύχτες τρίζει τα δόντια του και διαβάζοντας στο ίντερνετ αναρωτιέμαι αν εκδηλώνεται έτσι το στρες που έχει υποστεί από την μεγάλη αλλαγή στη ζωή μας. Να σημειώσω ότι πριν τον ύπνο του διαβάζουμε κάποιο βιβλίο και κοιμάται μόνος του χωρίς προβλήματα. Επίσης ποτέ δεν πήρε πιπίλα και θήλασε αποκλειστικά μέχρι τους 6 μήνες και μέχρι το πρώτο έτος της ηλικίας του.

Εγώ και ο πατέρας του είμαστε πολύ χαρούμενοι με τη νέα μας ζωή και έτσι φαίνεται να το βιώνει και ο γιος μας.

Πού οφείλεται ο βρουξισμός του και τι νομίζεται ότι πρέπει να κάνω για να τον αποφύγω;

Μαρίνα Κ., Βρυξέλλες
28/07/2011

Ο βρουξισμός είναι μια ψυχοφυσιολογική διαταραχή πολύ συχνή στην οδοντιατρική και αφορά στο μη λειτουργικό τρίξιμο και σφίξιμο των δοντιών.

Μπορεί να γίνεται κατά την διάρκεια της ημέρας ή της νύχτας (όταν το άτομο κοιμάται). Επίσης, μπορεί να ακούγεται και να γίνεται αντιληπτό από τρίτους (αν το άτομο τρίζει τα δόντια του –στα παιδιά είναι το πιο συχνό) ή όχι (αν μόνο τα σφίγγει) (Koyano, Tsukiyama, Ichiki, & Kuwata, 2008).

Ο χρόνιος βρουξισμός μπορεί να δημιουργήσει βλάβη στα δόντια, τα οστά και την δομή των ούλων, καθώς και πόνο στη γνάθο, προβλήματα στην κροταφογναθική άρθρωση, πονοκεφάλους, κ.α. Παρουσιάζεται με την ίδια συχνότητα σε άνδρες και σε γυναίκες, αλλά φαίνεται να συμβαίνει συχνότερα σε ενήλικες παρά σε παιδιά (Thompson, Blount, & Krumholz, 1994). Κάποιοι επιστήμονες την κατατάσσουν στις διαταραχές του ύπνου.

Ο βρουξισμός έχει πολλαπλή αιτιολογία, αλλά όλοι συμφωνούν για την επίδραση ψυχολογικών παραμέτρων. Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι η διαταραχή εντείνεται σε περιόδους έντασης και στρες. Άτομα με βρουξισμό αναφέρουν πιο συχνά συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης σε σχέση με άτομα που δεν πάσχουν από την διαταραχή (Gungormus & Erciyas, 2009· Manfredini, Landi, Romagnoli, & Bosco, 2004).

Με βάση αυτά τα ευρήματα μια πρόσφατη μελέτη διερεύνησε την συσχέτιση βρουξισμού και χαρακτηριστικών προσωπικότητας ιδιαίτερα σε σχέση με την έκφραση αρνητικών συναισθημάτων. Ωστόσο δεν κατέληξαν σε σαφή συμπεράσματα, πέρα από το εύρημα ότι άτομα που έπασχαν από βρουξισμό είχαν χαμηλότερα σκορ στην διάσταση της συναισθηματικής σταθερότητας και της αντικειμενικότητας –χαρακτηριστικά που αντιστοιχούν στην διάσταση του Νευρωτισμού (Sutin, Terracciano, Ferrucci, & Costa Jr., 2010).

Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική προσέγγιση, όπου υπάρχουν λίγες μελέτες, πολύ παλαιότερα ο βρουξισμός θεωρήθηκε ότι ανήκει στις «μασητικές νευρώσεις» και ότι αποτελεί αντίδραση του οργανισμού στο στρες (Frohman, 1932).

Αρχικά παρατήρησαν ότι σε σχέση με τον βρουξισμό που εμφανίζεται κατά την διάρκεια του ύπνου, αυτός συμβαίνει ως επί το πλείστον κατά την περίοδο που ονειρευόμαστε (που ονομάζεται περίοδος REM=Rapid Eye Movement επειδή μπορεί κανείς να δει τα βλέφαρα να κινούνται), εν αντιθέσει με άλλα συμπτώματα όπως η νυχτερινή ενούρηση που συμβαίνουν κυρίως κατά την περίοδο του μη ονειρικού ύπνου (NREM).

Συνέδεσαν αυτό το εύρημα με το γεγονός ότι κατά την διάρκεια της περιόδου REM του ύπνου οι μασητήρες κάνουν 4 φορές περισσότερες κινήσεις. Αυτό ίσχυε και για «φυσιολογικά» άτομα, δηλαδή χωρίς βρουξισμό. Έτσι υπέθεσαν ότι τελικά ίσως πρόκειται για ένα φυσιολογικό φαινόμενο που εντείνεται λίγο σε κάποια άτομα.

Η επιστημονική τους εξήγηση ήταν ότι το νεύρο που ελέγχει τους μασητήρες και εκείνο που ευθύνεται για τον ύπνο REM βρίσκονται ανατομικά πολύ κοντά, οπότε και υπάρχει πιθανότητα να πυροδοτούνται μαζί (Reding, Rubright, Rechtschaffen, & Daniels, 1964).

Εντούτοις, μεταγενέστερη μελέτη κατέρριπτε αυτό το εύρημα παρατηρώντας ότι και ο βρουξισμός όπως και οι υπόλοιπες παθολογικές εκδηλώσεις κατά την διάρκεια του ύπνου συνέβαιναν κατά την μη ονειρική περίοδο του ύπνου. Η περίοδος του ονειρικού ύπνου φαίνεται ότι έχει έναν μηχανισμό που ρυθμίζει το άγχος, αποτρέποντας την σωματοποίηση (Fisher, Byrne, Edwards, & Kahn, 1970).

Αυτό το εύρημα συνάδει και με την θεωρία, αφού το όνειρο θεωρείται μια προσπάθεια που κάνει ο ψυχισμός να επεξεργαστεί αυτά που του συμβαίνουν και απαιτείται μια ψυχική ικανότητα για να το κάνει κανείς (οι πολλοί διαταραγμένοι άνθρωποι δεν βλέπουν όνειρα ή βλέπουν εικόνες που προσομοιάζουν στα όνειρα).

Επίσης, άλλη μελέτη συσχέτισε τον βρουξισμό εκτός από το άγχος, και με την προσπάθεια του ατόμου να διαχειριστεί και να ελέγξει συναισθήματα θυμού (Lefer, 1966).

Στη σύγχρονη ψυχαναλυτική θεώρηση η πιο επικρατούσα θεωρία είναι ότι ο βρουξισμός θεωρείται ψυχοσωματικό σύμπτωμα όπως μπορεί να είναι η ονυχοφαγία ή η τριχοτυλλομανία. Πιο αναλυτικά, σε περιστάσεις όπου υπάρχει ένα έντονο στρες ο ψυχισμός για διάφορους λόγους δεν διαθέτει επαρκείς μηχανισμούς ώστε να το χειριστεί ψυχικά και, κατά συνέπεια, η ένταση εκφορτίζεται με έναν σωματικό τρόπο (Roitman, 2005).

Δεν θα επεκταθώ στις θεραπευτικές προσεγγίσεις που εφαρμόζονται οδοντιατρικά σε σχέση με τον βρουξισμό καθώς ξεφεύγει από το επιστημονικό μου πεδίο.

Σε σχέση με το ψυχολογικό κομμάτι την δεκαετία του ’50 κάποιοι χρησιμοποιούσαν ως μέθοδο θεραπείας την ύπνωση (!), αλλά οι περισσότεροι εφάρμοζαν συμπεριφορικές μεθόδους οι οποίες ακολουθούνται από πολλούς μέχρι και σήμερα. Επισημαίνω ότι όλα αυτά τα γράφω προς ενημέρωση των αναγνωστών, μια και χρησιμοποιήσατε την ορολογία της διαταραχής.

Σε σχέση με τον γιο σας, όπως σε όλα τα θέματα παίζει πολύ σημαντικό ρόλο πως έχουν πάει τα πράγματα μέχρι τώρα στην ανάπτυξη του και στον τρόπο που σχετίζεται μαζί σας και κατ’ επέκταση με τους άλλους.

Από την περιγραφή σας δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο σοβαρό θέμα εκτός από το σύμπτωμα που αναφέρετε. Συμφωνώ μαζί σας ότι ενδεχομένως να παίζει κάποιο ρόλο η μετάβαση σας, αλλά δεν είναι απαραίτητο. Μπορεί το θέμα που τον απασχολεί να είναι συνδυασμός εξωτερικών παραγόντων και ενδοψυχικών συγκρούσεων.

Αυτό που μπορείτε να κάνετε είναι να παρατηρήσετε προς το παρόν τι γίνεται και να δείτε τι λέει το ίδιο το παιδί γι’ αυτό (είναι πολύ πιθανό βέβαια να μην έχει επίγνωση ότι τρίζει τα δόντια του). Συνήθως στα παιδιά είναι ένα παροδικό σύμπτωμα που φεύγει από μόνο του.

Σας εύχομαι καλό καλοκαίρι!

Βιβλιογραφία

  • Fisher, C., Byrne, J., Edwards, A., & Kahn, E. (1970). A psychophysiological study of nightmares. Journal of the American Psychoanalytic Association, 18, 747-782.
  • Frohman, B. S. (1932). Occlusal neuroses: the application of psychotherapy to dental problems. Psychoanalytic Review, 19, 297-309.
  • Gungormus, Z., & Erciyas, K. (2009). Evaluation of the relationship between anxiety and depression and bruxism. Journal of International Medical Research, 37, 547-550.
  • Koyano, K., Tsukiyama, Y., Ichiki, R., & Kuwata, T. (2008). Assessment of bruxism in the clinic. Journal of Oral Rehabilitation, 35, 495-508. 
  • Lefer, L. (1966). A psychoanalytic view of a dental phenomenon: psychosomatics of the temporomandibular joint pain dysfunction syndrome. Contemporary Psychoanalysis, 2, 135-150.
  • Manfredini, D., Landi, N., Romagnoli, M., & Bosco, M. (2004). Psychic and occlusal factors in bruxers. Australian Dental Journal, 49, 84-89. 
  • Reding, G., Rubright, W., Rechtschaffen, A., & Daniels, R. S. (1964). Sleep pattern of tooth-grinding: its relationship to dreaming. Science, 145, 725.
  • Roitman, C. R. (2005). Trauma temprano. Escisiones en el yo inicial. Su incidencia en trastornos psicosomaticos y adicciones. Revista de Psicoanálisis. Congresos internacionales, 62, 351-366. 
  • Sutin, A. R., Terracciano, A., Ferrucci, L., & Costa Jr. P. T. (2010). Teeth grinding: Is emotional stability related to bruxism? Journal of Research in Personality, 44, 402-405.
  • Thompson, B.A., Blount, W.B., & Krumholz, T.S. (1994). Treatment approaches to bruxism. American Family Physician, 49, 1617-1622.

Τις ερωτήσεις σας προς τη στήλη “Ρώτα τον Ειδικό
μπορείτε να τις στέλνετε ΕΔΩ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *